μέρα

μέρα
(I)
η
βλ. ημέρα.
————————
(II)
μέρα, ἡ (Μ)
μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέρος με αλλαγή γένους].
————————
(III)
μέρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὄμματα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέρα — μέρᾱ , μέρα fem nom/voc/acc dual μέρᾱ , μέρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μέρᾱ , μέρος share neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερά — η (Μ μερά) βλ. μεριά …   Dictionary of Greek

  • (η)μέρα — η 1. το χρονικό διάστημα από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση του: Η ημέρα το καλοκαίρι διαρκεί περισσότερο από ό,τι το χειμώνα. 2. ο χρόνος που χρειάζεται η Γη να κάνει μια περιστροφή γύρω από τον άξονά της, το εικοσιτετράωρο: Το ταξίδι κράτησε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • (εν)νιά(η)μερα — τα 1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από το θάνατο κάποιου: Ήμασταν στα εννιάμερα του μακαρίτη. 2. γιορτή που γίνεται εννιά ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλ. στις 23 Αυγούστου. νιάμερα, τα και νιάμερα, τα και νιάημερα, τα και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Μερά — Sp Ãno Merà Ap Άνω Μερά/Ano Mera L Kikladų ss. (Mikono s.) Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άνω Μερά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.335 κάτ.) της Μυκόνου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού. Στην περιοχή βρίσκεται και η ονομαστή μονή Τουρλιανής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • μέραι — μέρα fem nom/voc pl μέρᾱͅ , μέρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέραν — μέρᾱν , μέρα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερέων — μέρα fem gen pl (epic ionic) μέρος share neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερῶν — μέρα fem gen pl μέρος share neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”